Η Enfield Automotive ήταν εταιρεία κατασκευής ηλεκτρικών αυτοκινήτων που ιδρύθηκε στη Βρετανία τη δεκαετία του 1960.
Λόγω της πετρελαϊκής κρίσης του 1973, ο Γιάννης Γουλανδρής ενσωμάτωσε την Ένφιλντ (εταιρεία παραγωγής ηλεκτρικών αυτοκινήτων του Ηνωμένου Βασιλείου στην οποία ήταν επίσης ιδιοκτήτης) στην εταιρεία του Νεωρίου και μετέφερε την γραμμή παραγωγής των αυτοκινήτων (τα οποία σχεδιάζονταν στο Ηνωμένο Βασίλειο από έλληνες και βρετανούς σχεδιαστές) στο νησί της Σύρου, δημιουργώντας έτσι μία νέα εταιρεία με την ονομασία «Ένφιλντ-Νεώριον Ε.Π.Ε.».
Παράλληλα, προσλήφθηκε στη νέα εταιρεία ένας νεαρός Έλληνας σχεδιαστής, ο Γεώργιος Μιχαήλ, ο οποίος την ίδια χρονιά παρουσίασε το μοντέλο E 8000 Bicini, ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο τύπου jeep που λειτουργούσε με μπαταρίες, με μέγιστη τελική τα 65 χλμ/ώρα και αυτονομία 110-130 χλμ. Παρήχθησαν παραπάνω από 100 τέτοια οχήματα, τα οποία όμως δεν μπορούσαν να πουληθούν στην Ελλάδα λόγω γραφειοκρατικών προβλημάτων. Παρ'όλα αυτά το σύνολο της παραγωγής εξάχθηκε στο εξωτερικό (αγοράσθηκαν αρκετά από τα Αγγλικά Ταχυδρομεία).
Αν και τα οχήματα, σύμφωνα με μία έκθεση, στέλνονταν πίσω για να συναρμολογηθούν στο Isle of Wight (στην πραγματικότητα τα αυτοκίνητα κατασκευάστηκαν πλήρως στη Σύρο και στάλθηκαν στη Βρετανία για την εγκατάσταση των μπαταριών).
Το 1974, ο Γιάννης Γουλανδρής είχε την ιδέα υλοποίησης ενός νέου μοντέλου πολυτελούς λιμουζίνας το οποίο θα είχε έντονο χαρακτήρα οχήματος 4x4. Μία ομάδα ελλήνων μηχανικών καθώς και ο Γεώργιος Μιχαήλ δούλεψαν στη Σύρο για 8 μήνες, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν το Neorion Chicago, μία μεγάλη λιμουζίνα με ρετρό αισθητική η οποία είχε στιβαρό σασί από αλουμίνιο κατασκευασμένο στο ναυπηγείο και ατσάλινο σκελετό, V8 κινητήρες, ενώ είχαν ενσωματωθεί και συγκεκριμένες ενισχύσεις για την προστασία των επιβατών. Πρόκειται για το δεύτερο πολυτελές SUV αυτοκίνητο στον κόσμο μετά το Range Rover.
Μία παραγωγική διαδικασία που περιείχε 4 τέτοια οχήματα είχε ξεκινήσει, όταν μία αλλαγή στα ελληνικά νομοσχέδια καταδίκασε τις προοπτικές αγοράς του αυτοκινήτου. Δύο από τα τέσσερα οχήματα πρόλαβαν να ολοκληρωθούν, πριν διακοπεί οριστικά η παραγωγή το 1976. Το ένα από αυτά εκτίθεται σήμερα στο Κέντρο Διάδοσης Επιστημών & Μουσείο Τεχνολογίας της Θεσσαλονίκης.